αλόξευτος

αλόξευτος
-η, -ο [λοξεύω]
1. αυτός που δεν λοξεύει, δεν παρεκκλίνει από την ευθεία, ο ίσιος
2. (για ύφασμα) αυτός που δεν κόπηκε λοξά, πλάγια προς την ύφανση
3. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ξεφεύγει από τον ίσιο δρόμο, δεν λοξοδρομεί
β) αυτός που δεν παρεκτρέπεται ηθικά, που δεν παραστρατεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλόξευτος — η, ο αυτός που δε λοξεύει, που ακολουθεί ίσια γραμμή: Ο τοίχος έφτανε στην άλλη άκρη αλόξευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”